- σελασφόρος
- -α, -οφεγγοβόλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σελασφόρος — light bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελασφόρος — α, ο / σελασφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που εκπέμπει φως, που ακτινοβολεί, φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός αρχ. (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) πυρφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλας + φόρος*] … Dictionary of Greek
σελασφόρον — σελασφόρος light bearing masc/fem acc sg σελασφόρος light bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελασφόρα — σελασφόρος light bearing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελασφόρε — σελασφόρος light bearing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελασφόρου — σελασφόρος light bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελασφόρους — σελασφόρος light bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελασφόρων — σελασφόρος light bearing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελασφόρῳ — σελασφόρος light bearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek